- ἐπικαταλλάσσομαι
- ἐπικαταλλάσσομαι 2 aor. ἐπικατηλλάγην (hapax leg.) τινί be reconciled to someone 1 Cl 48:1.—DELG s.v. ἄλλος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
επικαταλλάσσομαι — ἐπικαταλλάσσομαι (Α) συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταλλάσσομαι «ανταλλάσσω»] … Dictionary of Greek
επικαταλλαγή — Όρος με διττή σημασία στην οικονομική ορολογία. Η πρώτη δηλώνει την προμήθεια που εισπράττεται ως αντάλλαγμα της υπηρεσίας ανταλλαγής ενός νομίσματος με άλλο διαφορετικού είδους ή προερχόμενου από άλλο κράτος. Γενικά, το αντάλλαγμα αυτό… … Dictionary of Greek
επικαταλλακτής — ἐπικαταλλακτής, ό [επικαταλλάσσομαι] αυτός που ανταλλάσσει νομίσματα με σκοπό το κέρδος, ο αργυραμοιβός … Dictionary of Greek